- Κενταυροπληθης
- ΚενταυροπληθήςΚενταυρο-πληθής2полный кентавров
Κ. πόλεμος Eur. — война против полчищ кентавров
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Κ. πόλεμος Eur. — война против полчищ кентавров
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κενταυροπληθής — κενταυροπληθής, ές (Α) αυτός που έχει πλήθος κενταύρων, αυτός στον οποίο μετέχει πλήθος κενταύρων («κενταυροπληθῆ πόλεμον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κένταυρος + πληθής (< πλῆθος), πρβλ. αστερο πληθής, κοσμο πληθής] … Dictionary of Greek
Κενταυροπληθῆ — Κενταυροπληθής full of Centaurs neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) Κενταυροπληθής full of Centaurs masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) Κενταυροπληθής full of Centaurs masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κενταυροπληθῆ — κενταυροπληθής full of Centaurs neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κενταυροπληθής full of Centaurs masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κενταυροπληθής full of Centaurs masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κένταυρος — I (Αστρον.). Ένας από τους μεγαλύτερους και λαμπρότερους αστερισμούς του νοτίου ημισφαιρίου. Μέρος του αστερισμού αυτού φαίνεται από την Ελλάδα, όταν περνά από τον μεσημβρινό. Αποτελείται συνολικά από 148 αστέρια, ορατά με γυμνό μάτι. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek